Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτόξευση  
ουσιαστικό θηλυκό

la`ncio ((anche in senso figurato)) εκτόξεύση πυραύλου == lancio di un missile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτοξεύομαι εκτοξευτήρας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---