Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτίναξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 la`ncio ~m~
2 forte aume`nto ~m~ εκτίναξη των τιμών == forte aumento dei prezzi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτινάζω εκτινάξιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---