Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εκτινάζομαι
ρήμα παθητικό

1 lancia`rsi
2 ((figurato)) rialza`rsi di molto, sali`re alle stelle οι τιμές εκτινάχθηκαν στα ύψη == i prezzi sono saliti alle stelle

εκτινάζω  
ρήμα μεταβατικό

1 avventa`re
2 getta`re
3 lancia`re
4 molleggia`re
5 sbalza`re
6 scaglia`re
7 scocca`re
8 slancia`re

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εκτιμώμενος εκτίναξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---