Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιασύρομαι
ρήμα παθητικό degrada`rsi διασύρω ρήμα μεταβατικό denigra`re; umilia`re pubblicame`nte; diffama`re; scredita`re διασύρω το όνομα κάποιου==screditare il nome di qualcuno | διασύρω την υπόληψη κάποιου==screditare la reputazione di qualcuno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |