Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασφαλίζομαι
ρήμα παθητικό

1 dife`ndersi
2 provvede`re

διασφαλίζω  
ρήμα μεταβατικό

assicura`re, garanti`re la sicure`zza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασύρων διασφάλιση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---