Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάσωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 πρόσωπα salvata`ggio ~m~ στη διάσωση συμμετείχαν και στρατιωτικά τμήματα==all'opera di salvataggio presero parte anche reparti militari 2 πράγματα conservazio`ne ~f~ η διάσωση ενός μνημείου==la conservazione di un monumento διάσωσις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διάσωση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |