Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαταγή
ουσιαστικό θηλυκό o`rdine ~m~, coma`ndo ~m~ εκτελώ μια διαταγή==eseguire un ordine | στις διαταγές σας!==ai vostri ordini! | διαταγή πληρωμής==ordine di pagamento+++μέχρι νεωτέρας διαταγής==fino a nuovo ordine permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |