Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαταράσσομαι
ρήμα παθητικό

turba`rsi

διαταράσσω  
ρήμα μεταβατικό

turba`re; disturba`re; perturba`re διαταράσσω την πειθαρχία του στρατεύματος==creare disordine nelle truppe | διαταράσσω την κοινή ησυχία==turbare la quiete pubblica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διατάραξη διαταραχές  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---