Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιατήρηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 conservazio`ne ~f~ διατήρηση τροφίμων==conservazione di alimenti 2 manutenzio`ne ~f~ διατήρηση του οδικού δικτύου σε καλή κατάσταση==manutenzione della rete stradale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |