Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διατελώ  
ρήμα αμετάβατο

1 e`ssere so`ggetto; trova`rsi διατελώ υπό ξενική κατοχή==essere soggetto all'occupazione straniera
2 ricopri`re la ca`rica di… διετέλεσε πρωθυπουργός επί πολλά έτη==ricopri la carica di primo ministro per molti anni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διατείνομαι διατέμνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---