Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διατεθειμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [διαθέτω]
2 dispo`sto ευνοϊκά διατεθειμένος προς κάποιον==ben disposto nei riguardi di qualcuno | αρνητικά διατεθειμένος προς κάποιον==mal disposto nei riguardi di qualcuno | δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω καμία υποχώρηση==non sono disposto a cedere in nessun modo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διατάσσω διατείνομαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι διατεθειμένος να κάνω κάτι = essere disposto a fare qualcosa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---