Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διατίθεμαι
ρήμα παθητικό

1 e`ssere dispo`sto; a`vere l'intenzio`ne διατίθεμαι να τον βοηθήσω==sono disposto ad aiutarlo
2 me`ttere a disposizio`ne διετέθη μεγάλο ποσόν για την επισκευή του κτιρίου==hanno messo a disposizione una grossa somma per il restauro dell'edificio
3 e`ssere messo in ve`ndita τα εισιτήρια θα διατίθενται στο κοινό από αύριο==i biglietti saranno messi in vendita a partire da domani

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διατηρών διατιμημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---