Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάταξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 κατάσταση disposizio`ne ~f~; ordine ~m~ η διάταξη των επίπλων==la disposizione dei mobili 2 οργάνωση struttu`ra 3 militare schieramento διάταξη στρατευμάτων==schieramento delle truppe 4 diritto disposizio`ne ~f~ σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί παράνομης δόμησης==secondo le disposizioni di legge relative all' abusivismo edilizio 5 o`rdine ~m~ ημερήσια διάταξη==ordine del giorno | βρίσκομαι στην ημερήσια διάταξη==essere all'ordine del giorno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ημερήσια διάταξη = ordine [αρσ.] del giorno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |