Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασχίζω  
ρήμα μεταβατικό

attraversa`re; traversa`re διασχίζω το δρόμο==attraversare la strada | διασχίζω τον ωκεανό==attraversare l'oceano

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασφαλισμένος διασχισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---