Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασυρμός  
ουσιαστικό αρσενικό

denigrazio`ne ~f~; diffamazio`ne ~f~; pu`bblica umiliazio`ne ~f~; discre`dito ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασυρμένος διασύρομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---