Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιασύνδεση
ουσιαστικό θηλυκό ((specialmente al plurale)) lega`me ~m~; collegame`nto ~m~ έχει διασυνδέσεις με τη μαφία==ha legami con la mafia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |