Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασύνδεση  
ουσιαστικό θηλυκό

((specialmente al plurale)) lega`me ~m~; collegame`nto ~m~ έχει διασυνδέσεις με τη μαφία==ha legami con la mafia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασυνδέσεις διασυνδέω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---