Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαστρέφω
ρήμα μεταβατικό 1 disto`rcere; stravo`lgere; deforma`re διαστρέφω τα λόγια κάποιου==stravolgere le parole di qualcuno 2 ((figurato)) deprava`re; perverti`re διαστρέφω την ψυχή κάποιου==pervertire l'animo di qualcuno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |