Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαστρεβλώνομαι
ρήμα παθητικό

deforma`rsi

διαστρεβλώνω  
ρήμα μεταβατικό

disto`rcere; stravo`lgere; deforma`re διαστρεβλώνω την αλήθεια==distorcere la verità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαστρεβλωμένος διαστρέβλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---