Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαστολή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fisica dilatazio`ne ~f~ διαστολή μετάλλων==dilatazione dei metalli | διαστολή κόρης οφθαλμού==dilatazione della pupilla
2 medicina dia`stole ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαστολέας διαστολικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---