Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαστρέβλωση  
ουσιαστικό θηλυκό

distorsio`ne ~f~; stravolgime`nto ~m~; deformazio`ne ~f~ διαστρέβλωση των ειδήσεων==la distorsione delle notizie

διαστρέβλωσις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [διαστρέβλωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαστρεβλώνω διάστρεμμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---