Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαστροφή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 distorsio`ne ~f~; stravolgime`nto ~m~; deformazio`ne ~f~ διαστροφή γεγονότων==distorsione dei fatti
2 σεξουαλική perversio`ne ~f~; depravazio`ne ~f~ διαστροφή του γενετησίου ενστίκτου==perversione sessuale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαστρικός διαστρωματωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---