Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάστιξη
ουσιαστικό θηλυκό 1 grammatica punteggiatu`ra ~f~; interpunzio`ne ~f~ 2 tatua`ggio ~m~ διάστιξις ουσιαστικό θηλυκό variante letteraria di [διάστιξη ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |