Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›διαστημόμετρο

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

διαστημόμετρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 diastimo`metro ~m~
2 distanzio`metro ~m~

permalink
‹ διαστημικός
διαστημόπλοιο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διαστέλλω {διέστειλα...
διαστέλλων [επίθ.]
διάστημα {διαστήμ-α...
διαστημάνθρωπος {διαστημαν...
διαστημικός [επίθ.]
διαστημόμετρο {διαστημομ...
διαστημόπλοιο {διαστημοπ...
διαστίζω {διέστι-ξα...
διάστικτος [επίθ.]
διάστιξη [θηλ.ουσ]
διάστιξις [θηλ.ουσ]
διάστιχο {διαστίχ-ο...
διαστολέας {διαστολ-ε...
διαστολή [θηλ.ουσ]
διαστολικός [επίθ.]
διαστρεβλωμένος [επίθ.]
διαστρεβλώνομαι [ρ. παθ.]
διαστρεβλώνω {διαστρέβλ...
διαστρέβλωση {-ης κ. -ώ...
διαστρέβλωσις [θηλ.ουσ]


{{ID:DIASTHMOMETRO100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti