Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάστημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 τοπικό spa`zio ~m~, tra`tto ~m~ 2 χρονικό peri`odo ~m~ 3 astronomia spa`zio ~m~ δε συναντηθήκαμε για μεγάλο διάστημα==non ci siamo incontrati per un lungo periodo di tempo | κατά διαστήματα πρέπει να υποβάλλεται σε εξετάσεις==di tanto in tanto, deve essere sottoposto ad esami | σε τακτά (χρονικά) διαστήματα==ad intervalli regolari (di tempo) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |