Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασταύρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

incro`cio ~m~; bi`vio ~m~ να δώσουμε ραντεβού στη διασταύρωση;==ci diamo appuntamento all'incrocio? | διασταύρωση δρόμων==incrocio di strade

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασταυρώνω διασταυρώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---