Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διασταυρώνομαι
ρήμα παθητικό

incrocia`rsi διασταυρωθήκαμε στην πλατεία==ci siamo incrociati in piazza | διασταυρώθηκαν οι ματιές τους==i loro sguardi si incrociarono

διασταυρώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 incrocia`re διασταύρωσαν τα ξίφη τούς==hanno incrociato le spade
2 biologia incrocia`re; ibrida`re διασταυρώνω άλογο με γαϊδούρι==incrociare una cavalla con un asino
3 ((figurato)) controlla`re; verifica`re διασταυρώνω μια πληροφορία==verificare l'esattezza di un’informazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διασταυρωμένος διασταύρωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---