Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιάσταση
ουσιαστικό θηλυκό 1 dimensio`ne ~f~ οι διαστάσεις ενός οχήματος==le dimensioni di un veicolo 2 απόσταση dista`nza ~f~ 3 απόψεων diverge`nza ~f~ διάσταση απόψεων==divergenza di opinioni 4 coppia separazio`ne ~f~ πρόβλημα τεραστίων διαστάσεων==problema è dimensioni colossali διαστάση ουσιαστικό θηλυκό dia`stasi ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |