Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεσμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 nodo ~m~ ο Γόρδιος δεσμός==il nodo gordiano 2 ((figurato)) lega`me ~m~; vi`ncolo ~m~ παλαιοί δεσμοί φιλίας==antichi legami di amicizia | δεσμός γάμου==il vincolo del matrimonio 3 ((figurato)) relazio`ne ~f~ (sentimenta`le) έχουν δεσμό εδώ και χρόνια==hanno una relazione da molti anni permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο συγγενικός δεσμός = legame [αρσ.] di parentela Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |