Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεσμίδα
ουσιαστικό θηλυκό mazze`tto ~m~; mazze`tta ~f~; blocche`tto ~m~ μια δεσμίδα εισιτήρια==un blocchetto di biglietti | μια δεσμίδα χαρτονομίσματα==una mazzetta di banconote permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |