Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δεσμώτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 incatena`to ~m~ Προμηθέας Δεσμώτης==Prometeo incatenato
2 prigionie`ro ~m~ δεσμώτης του έρωτα==schiavo d' amore

δεσμώτις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δεσμώτρια ^-ας, η^]

δεσμώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [δεσμώτης ^-η, ο^]
2 incatena`ta ~f~
3 prigionie`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεσμωτήριο δεσοξυριβονουκλεοπρωτεΐνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---