Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεσπόζω
ρήμα αμετάβατο 1 domina`re η Βενετία δέσποζε αιώνες στη Μεσόγειο==Venezia ha dominato per secoli il mare mediterraneo 2 luoghi sovrasta`re; domina`re στην κορυφή της εκκλησίας δεσπόζει το κωδωνοστάσιο==il campanile sovrasta la chiesa | στην κορυφή του λόφου δεσπόζει ένας πύργος==un castello si erge superbo in cima al colle 3 ((figurato)) domina`re στο μυαλό του δέσποζε η ιδέα της εκδίκησης==nella sua mente dominava l'idea della vendetta, era ossessionato dall' idea della vendetta permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |