Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δεσποινίδα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 signori`na ~f~ συγνώμη, δεσποινίς, σας έπεσε το πορτοφόλι==scusi, signorina, le è caduto il portafoglio | η δεσποινίδα, η δεσποινίς Κατερίνα να έρθει στο τηλέφωνο==la signorina Caterina è desiderata al telefono
2 donna ~f~ nu`bile κυρία ή δεσποινίς;==signora o signorina?

δεσποινίς
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [δεσποινίδα ^-ας, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δέσποινα δεσποινιδούλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---