Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδέσμη
ουσιαστικό θηλυκό 1 mazzo ~m~ δέσμη κλειδιών==un mazzo di chiavi | μια δέσμη τριαντάφυλλα==un mazzo di rose 2 φωτός fa`scio ~m~ δέσμη φωτός==fascio di luce permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |