Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δελεάζω  
ρήμα μεταβατικό

adesca`re; alletta`re προσπάθησαν να του δελεάσουν μία πολύ ενδιαφέρουσα προσφορά==cercarono di allettarlo con una proposta molto interessante

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δεκτός δελεάζων  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---