Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δελεασμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 allettame`nto ~m~
2 lusi`nga ~f~
3 seduzio`ne ~f~
4 tentazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δελεασμένος δελεαστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---