Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δελφίνος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 storia il successo`re dei re di Fra`ncia delfi`no ~m~
2 ((per estensione)) probabile successore delfino ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δελφινιέρα Δελφοί  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---