Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδεμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [δένω] 2 legato 3 allacciato 4 fasciato; bendato έχω δεμένο χέρι==ho il braccio bendato 5 libro rilegato 6 gioiello incastonato; montato 7 ((figurato)) vincolato δεμένος με όρκο==vincolato a un giuramento 8 frutto maturato permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαείμαι δεμένος με κανέναν = essere legato a qualcuno Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |