Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δενδροκαλλιέργεια  
ουσιαστικό θηλυκό

1 arbore`to ~m~
2 arboricoltu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δενδροειδής δενδροκαλλιεργητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---