Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδενδρογαλή
ουσιαστικό θηλυκό zoologia serpe`nte ~m~ arbori`colo δενδρογαλιά ουσιαστικό θηλυκό variante popolare di [δενδρογαλή ^-ής, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |