Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δελφίνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 zoologia delfi`no ~m~
2 ιπτάμενο alisca`fo ~m~
3 ((figurato)) nuotato`re ~m~ prove`tto, formida`bile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δελφικός δελφινιέρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---