Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδέκτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 riceve`nte ~mf~ 2 ricevito`re ~m~; appare`cchio ~m~ riceve`nte τηλεοπτικός δέκτης==apparecchio televisivo, televisore 3 ((figurato)) di persona perso`na ~f~ ricetti`va permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |