Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρεφοκόμος  
ουσιαστικό θηλυκό

puericulto`re ~m~, puericultri`ce ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρεφοκομία βρεφοκομώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---