Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρικόλακας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 vampi`ro ~m~
2 ((figurato)) notta`mbulo ~m~ τριγυρνάει τις νύχτες σαν βρικόλακας==gira di notte come un fantasma
3 ((figurato)) nosta`lgico ~m~ οι βρικόλακες τον ναζισμού==i nostalgici del nazismo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρίθω βρικολακιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---