Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρικολακιάζω  
ρήμα αμετάβατο

1 diventa`re un vampi`ro
2 ((figurato)) di cose del passato riso`rgere; torna`re βρικολάκιασαν τα φαντάσματα τον παρελθόντος==sono risorti i fantasmi del passato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρικόλακας βρικολάκιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---