Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βρέχει
ρήμα απρόσωπο

pio`ve βρέχει καταρρακτωδώς==piove a dirotto | έβρεξε πολύ χθες τη νύχτα==ha piovuto molto ieri notte | βρέχει με το τουλούμι==piove a catinelle | βρέχει καρεκλοπόδαρα==piove a catinelle+++πέρα βρέχει==se ne infischia altamente | ότι βρέξει ας κατεβάσει==succeda quel che succeda, sarà quel che sarà

βρέχομαι
ρήμα παθητικό

1 bagna`re
2 bagna`rsi

βρέχω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

bagna`re; bagna`rsi βρέχω τη βεράντα==bagnare la veranda | το μωρό έβρεξε το στρώμα==il bambino ha bagnato il materasso | βρέχω το κεφάλι μου==bagnarsi la testa | του τις έβρεξα==gliele ho date sode

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βρέφος βρίζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


βρέχει = piove || βρέχει νε το τουλούμι = piove a catinelle || βρέχει καταρρακτωδώς = piovere a dirotto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---