Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βλάπτω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [βλάφτω]

βλάφτω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 nuo`cere; fare del male δε βλάφτει==non guasta | ποιος σε έβλαψε;==chi ti ha fatto del male? | λίγη ευγένεια δε βλάφτει==un po' di gentilezza non guasta
2 danneggia`re, nuo`cere το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία==il fumo nuoce gravemente alla salute | αυτές οι πικάντικες τροφές θα βλάψουν το στομάχι σου==questi cibi piccanti ti faranno male allo stomaco | μια δοκιμή δε βλάφτει==tentar non nuoce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βλαπτικότητα βλασταίνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---