Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβλεννόρροια
ουσιαστικό θηλυκό 1 medicina blenorragi`a ~f~; blenorre`a ~f~; gonorre`a ~f~ 2 ((popolare)) scolo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |