Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βλέμμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

sgua`rdo ~m~; occhia`ta ~f~ κοίταζε με απλανές βλέμμα==aveva lo sguardo fisso nel vuoto | μου έριξε ένα βλέμμα όλο μίσος==mi ha gettato un'occhiata piena d'odio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βλαψίφρων βλέννα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


προσηλώνω τι βλέμμα = guardare fisso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---