Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόβλάχα
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [βλάχος ^-ου, ο^] 2 storia vala`cca ~f~, del po`polo dei Vala`cchi 3 montana`ra ~f~; pasto`ra ~f~; contadi`na ~f~ 4 ((figurato)) perso`na ~f~ rozza; cafo`na ~f~; buzzu`rra ~f~; truzze`tta ~f~ βλάχος ουσιαστικό αρσενικό 1 storia vala`cco ~m~, del po`polo dei Vala`cchi 2 montana`ro ~m~; pasto`re ~m~; contadi`no ~m~ 3 ((figurato)) perso`na ~f~ rozza; cafo`ne ~m~; buzzu`rro ~m~; buri`no ~m~; truzzo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |