Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βλέφαρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

anatomia pa`lpebra ~f~ βαραίνουν τα βλέφαρά μου απ' τον ύπνο==avere le palpebre appesantite dal sonno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βλεφαρίτιδα βλέψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---